ιδεοκρατικός

ιδεοκρατικός
-ή, -ό
ο ιδεαλιστικός.
επίρρ...
ιδεοκρατικώς και -ά
από ιδεαλιστική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ideocratique < ideo- (πρβλ. ιδέα) + cratique (πρβλ. κρατικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιδεοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά ιδεαλιστικός: Ιδεοκρατικές απόψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”